εγκλιτικός

εγκλιτικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έγκλιση (τόνου, ρήματος).
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εγκλιτικά, τα οι εγκλιτικές λέξεις, εκείνες οι μονοσύλλαβες (μου με μας, σου σε σας, τος τον τους, τη τες τα κτλ.) που ο τόνος τους χάνεται ή ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης ως οξεία: Δώσε μου το φως μου, Πανάγαθέ μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκλιτικός — which leans masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκλιτικός — ή, ό (AM ἐγκλιτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έγκλιση ρήματος 2. «εγκλιτικές λέξεις» ή εγκλιτικά λεξίδια που αποβάλλουν τον τόνο τους ο οποίος αναβιβάζεται στη λήγουσα τής προηγούμενης λέξης …   Dictionary of Greek

  • ἐγκλιτικά — ἐγκλιτικός which leans neut nom/voc/acc pl ἐγκλιτικά̱ , ἐγκλιτικός which leans fem nom/voc/acc dual ἐγκλιτικά̱ , ἐγκλιτικός which leans fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλιτικώτερον — ἐγκλιτικός which leans adverbial comp ἐγκλιτικός which leans masc acc comp sg ἐγκλιτικός which leans neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλιτικῶν — ἐγκλιτικός which leans fem gen pl ἐγκλιτικός which leans masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλιτικόν — ἐγκλιτικός which leans masc acc sg ἐγκλιτικός which leans neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλιτικαί — ἐγκλιτικός which leans fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλιτικοῖς — ἐγκλιτικός which leans masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλιτικοί — ἐγκλιτικός which leans masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλιτικοῦ — ἐγκλιτικός which leans masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”